θωρώ

θωρώ
και θωράω και θαρώ (Μ θωρῶ και θαρῶ)
1. βλέπω, κοιτάζω, αντικρίζω («πώς μάς θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου;» Βαλαωρ.)
2. παρατηρώ, παρακολουθώ προσεκτικά
3. διακρίνω, στοχάζομαι, διαισθάνομαι («θωρώ ξαναγιαρύσασι κι ήρθαν τα περασμένα», Ερωτόκρ.)
2. αντιλαμβάνομαι, εκτιμώ, κρίνω («που τα δίκαια σου θωρώντας», Σολωμ.)
3. θαρώ, υποθέτω, εικάζω, νομίζω, μού φαίνεται πως («θωρώ πως δεν τά πάει καλά με τους δικούς του»)
4. υπολογίζω, σκέπτομαι («ο πόθος τούτα δε θωρεί, η αγάπη δε λογιάζει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρώ, με συγκοπή. Η αφηρημένη σημασία τού θεωρώ διατηρείται εν μέρει, το ρ. όμως σημαίνει συνήθως «βλέπω, παρατηρώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θωρώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θωρώ — 1. βλέπω: Πώς μας θωρείς ακίνητος (Βαλαωρίτης). – Καθόταν και με θωρούσε ώρα πολλή. 2. το παθ., θωριέμαι βλέπομαι: Μάτια που δε θωριούνται, γρήγορα λησμονιούνται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος …   Dictionary of Greek

  • Ioannis Vilaras — (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in Kythera im… …   Deutsch Wikipedia

  • Vilaras — Ioannis Vilaras (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in… …   Deutsch Wikipedia

  • άθωρος — η, ο [θωρώ] ο αθώρητος …   Dictionary of Greek

  • αγγελοθωρώ — οραματίζομαι τον άγγελο τού θανάτου κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής μου, ψυχορραγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + θωρώ] …   Dictionary of Greek

  • αγριοθωρώ — ( έω) (MN) αγριοβλέπω, αγριοκοιτάζω *. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄγρια + θωρῶ] …   Dictionary of Greek

  • αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος …   Dictionary of Greek

  • ακριβοθωρώ — 1. βλέπω κάτι με προσοχή, τό φροντίζω με ενδιαφέρον και στοργή 2. βλέπω κάποιον σπάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο + θωρώ. ΠΑΡ. ακριβοθώρητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”